- εκτυλωτικός
- η , ό[ν] 1. противомозольный;2. (τό ) средство от мозолей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτυλωτικός — ή, ό ο κατάλληλος για αφαίρεση τύλων (κν. κάλων) («εκτυλωτικά φάρμακα» φάρμακα τυλοφθόρα, που εξαφανίζουν τους κάλους) … Dictionary of Greek
ἐκτυλωτικά — ἐκτυλωτικός removing callosities neut nom/voc/acc pl ἐκτυλωτικά̱ , ἐκτυλωτικός removing callosities fem nom/voc/acc dual ἐκτυλωτικά̱ , ἐκτυλωτικός removing callosities fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτυλωτικῶν — ἐκτυλωτικός removing callosities fem gen pl ἐκτυλωτικός removing callosities masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)